- Απέννινα
- τα Апеннины, Апеннинские горы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Όσκοι — (Osci). Λαός των Σαβέλλων, που κατοικούσε στα κεντρικά Απέννινα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους ονόμαζαν Οπικούς. Οι Ο. κατέβηκαν στην Καμπανία και κατέλαβαν την Καπύη, την Κύμη και ένα μέρος του Λατίου, όπου, στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ίδρυσαν τρεις… … Dictionary of Greek
Πιστόια — (Pistoia). Πόλη της Ιταλίας στην Τοσκάνη, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στα βόρεια όρια της πεδιάδας του ποταμού Ομπρόνε, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον Άρνο και τα Απέννινα. Πρόκειται για σημαντικό εμπορικό και γεωργικό… … Dictionary of Greek
APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
πάδος — (Po). Ποταμός της βόρειας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας (625 χλμ.). Αποστραγγίζει λεκάνη 74.970 τ. χλμ., από τα οποία περίπου 50.000 καταλαμβάνει η κοιλάδα του Πάδου, τεράστια τάφρος που καλύφθηκε κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές. Ο Π.… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
σερπεντινίτης — Βασικό πέτρωμα της ομάδας των περιδοτιτών, των οποίων όλα σχεδόν τα ορυκτά (ολιβίνης, πυρόξενοι, συχνά και οι αμφίβολοι) έχουν υποστεί σερπεντινίωση και μετασχηματίστηκαν σε σερπεντίνη. Άλλο χαρακτηριστικό ορυκτό των σ. είναι ο μαγνητίτης, που… … Dictionary of Greek
Μέταυρος — Αρχαία ελληνική πόλη της Κάτω Ιταλίας, η οποία ιδρύθηκε από Αχαιούς. Με την ίδια ονομασία αναφέρονται δύο ποταμοί της αρχαίας Ιταλίας, από τους οποίους ο πρώτος πήγαζε από τα Απέννινα και εξέβαλλε στη θάλασσα, κοντά στη σημερινή Ανκόνα (η… … Dictionary of Greek
Σαβόνα — (Savona). Πόλη (περ. 68.997 κάτ.) της Ιταλίας στην περιοχή της Λιγυρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη στη Ριβιέρα ντι Πονέντε, σε μια μεγάλη πεδιάδα στις εκβολές του Λετίμπρο, στους πρόποδες του λόφου των Καπουτσίνων. Ο… … Dictionary of Greek
Τίβερης — (Tevere). Ποταμός της κεντρικής Ιταλίας, ο τρίτος της χώρας σε μήκος (405 χλμ.) μετά τον Πάδο και τον Αδίγη. Πηγάζει από τα Απέννινα, δέχεται στην πορεία του τα νερά των παραποτάμων του Κιάσιο, Νέρα, Ανιέρε από αριστερά και Πάλια από δεξιά, και… … Dictionary of Greek